ὑψίπεδος — with high ground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίπεδος — η, ο 1. (για τόπους), αυτός που έχει υψηλό έδαφος, που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο. 2. το ουδ. ως ουσ., υψίπεδο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑψίπεδον — ὑψίπεδος with high ground masc/fem acc sg ὑψίπεδος with high ground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… … Dictionary of Greek
υψίπεδο — το, Ν βλ. υψίπεδος … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek